Σάββατο 10 Απριλίου 2010

    Μονή Εσφιγμένου: (Ελληνική, κοινόβια, γιορτάζει την Ανάληψη του Κυρίου).  
   Βρίσκεται στη ΒΑ. παραλία, κοντά στη Μονή Χιλανδαρίου, χτισμένη έτσι που η θάλασσα να βρέχει τα θεμέλια της. Κατά την παράδοση, η θέση όπου ιδρύθηκε αρχικά η μονή, ήταν λίγες εκατοντάδες μέτρα δυτικότερα, σήμερα σώζονται στο σημείο αυτό τμήματα αρχαίων κτηρίων, και πρόσφατα οικοδομήθηκε ναός με μέριμνα της μονής. Την Μονή του Σωτήρος Χριστού, την επικαλουμένην του Εσφιγμένου, κατά φημολογίας των μοναχών, που διαδίδονται και στηρίζονται σε πλαστά έγγραφα και υπομνήματα, έκτισε η θεοσεβής βασίλισσα Πουλχερία, κόρη του Αρκαδίου και αδελφή του Θεοδοσίου του Μικρού. Σχετικά με την ονομασία της, η επικρατέστερη άποψης είναι ότι ο ιδρυτής μοναχός, άγνωστος κατά πάντα, ζούσε ασκητική ζωή ζωσμένος σφιχτά με σχοινί ή επειδή περιζώνεται από βουνά κατά μία άλλη άποψη. Η πρώτη ιστορική μνεία της μονής είναι του 1001, οπότε ο ηγούμενος της θεόκτιστος Α’ υπογράφει στο «εγκλητικό γράμμα.» του οσίου Παύλου του Ξηροποταμηνού. Υπάρχει η παράδοση ότι η πρώτη μονή, που απέχει 500 μέτρα από τη σημερινή, καταστράφηκε τον 11ο αιώνα από έκρηξη ηφαιστείου που προκάλεσε κατολισθήσεις βράχων και για λόγους ασφαλείας επανοικοδομήθηκε στη σημερινή θέση. Από τη πρώτη μονή σώζονται τα θεμέλια του αρχαίου Καθολικού Ναού, μέρος της κόγχης του Ιερού και μερικά ερείπια. Στους επόμενους αιώνες βρισκόταν σε ακμή. Το 1046, στο Β’ Τυπικό, κατέχει την πέμπτη θέση, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα άτι η μονή πρέπει να χτίστηκε γύρω στο 980. Στο Γ’ Τυπικό του 1394 κατέχει την 9η θέση μεταξύ των 25 μονών και την ίδια θέση κατέχει ως το 1430 μεταξύ των 19 μονών.
   Το 1533 καταστράφηκε από πειρατές, οι οποίοι λεηλάτησαν τα πάντα, και πολλά από τα σημερινά κειμήλιά της δεν θα υπήρχαν, αν ο «κυρ Ακάκιος της μονής του Κοχλιαρά» δεν αγόραζε αρκετά από τους πειρατές και δεν τα επέστρεφε αργότερα στη μονή. Σε πρόσθετη σημείωσιη επί αρχαίου χειρογράφου του ΙΑ' αιώνα αναγράφεται: «Έπί τοῦ έτους τοῦ τρέχοντος ζμα' (7041=1533) Ίνδικτιώνος στ' έγένετο άνάλωσις τοῦ Μοναστηρίου τοῦ Έσφιγμένου μηνί Ίουνίω είς τάς 26, ήμέραν πέμπτην, τοῦ όσίου πατρός ημών Δαυίδ τοῦ έν Θεσσαλονίκη. Έτι δέ καί είς δέκα ημέρας αύθις ἀνηλώθη δεύτερον παρά τής Ἄγαρ απογόνου τής μιαράς καί αντίχριστου καί έλαβον άπαντα είς τό Μοναστήριον, ένέπρησαν σύν τά πλοία καί εννέα Μοναχούς ἀπήγαγον είς αίχμαλωσίαν....» κατά τήν ὠς άνω περιγραφήν, οι αγαρηνοί κατέκαυσαν τά πάντα, ήτοι Έκκλησίαν, κελλία, κατέσχισαν εικόνας, ήρπασαν κειμήλια, βιβλία, μαγειρικά σκεύη, χρήματα κ.λπ.( Περ. Αγιος Αγαθάγγελος, τευχ.212, ΝΟΕ-ΔΕΚ 2005)
   Η ανοικοδόμηση άρχισε το 1552 μετά από σχετική άδεια της τουρκικής αρχής. Τον 17ο αιώνα διέρχεται περίοδο παρακμής, αλλά στις αρχές του 18ου αιώνα ο πρώην μητροπολίτης Μελενίκου Γρηγόριος φρόντισε για την ανόρθωσή της. Με δική του οικονομική ενίσχυση ξεπληρώθηκε το χρέος που βάρυνε τη μονή, χτίστηκαν οικοδομές και αγοράστηκαν πολύτιμα κειμήλια.
   Τον Αύγουστο του 1797 ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ επικύρωσε με πατριαρχικό σιγίλλιο τη μετοτροπή της σε κοινόβιο, και τον ίδιο τρόπο ζωής ακολουθεί μέχρι σήμερα, θεωρείται μάλιστα ένα από το αυστηρότερα κοινόβια του Αγίου Όρους. Στον επαναστατικό αγώνα του 1821 η μονή πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες και θυσίασε τόσο έμψυχο,όσο και άψυχο υλικό. 
   Το σημερινό καθολικό χτίστηκε το 1806-1810 στη θέση του παλαιότερου ναού, που κατεδαφίστηκε, και το μεγαλύτερο μέρος
της δαπάνης καλύφθηκε από τον μητροπολίτη Κασσανδρείας Ιγνάτιο. Τα μολύβια της στέγης αφαιρέθηκαν από τον τουρκικό στρατό το 1821 και επανατοποθετήθηκαν το 1841 με έξοδα του πρώην μητροπολίτη Μελενίκου Γρηγορίου. Αριστερά και δεξιά του κυρίως ναού βρίσκονται δύο Παρεκκλήσια (Εισόδια της Θεοτόκου, Αρχάγγελοι), τα οποία προστέθηκαν το 1854 με έξοδα του πατριάρχη Άνθιμου του ΣΤ’. Η τοιχογράφηση του ναού έγινε από τους Γαλατσάνους ζωγράφους Βενιαμίν, Ζαχαρία και Μακαριο τό 1811 και 1818. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, από τα καλύτερα του Αγίου Όρους κατασκευάστηκε το 1813.
  Η τράπεζα, απέναντι από το καθολικό, ονακαινίστηκε το 1810 και τοιχογραφήθηκε με έξοδα του ηγουμένου Ευθυμίου, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των τοιχογραφιών καταστράφηκε από τις φωτιές των Τούρκων στρατιωτών το 1821. Η φιάλη κατασκευάστηκε το 1815, από τον ηγούμενο Ευθύμιο Β’, στη θέση της βυζαντινής φιάλης. Η βιβλιοθήκη στεγάζεται στο υπερώο του νάρθηκα του καθολικού, και μεταξύ των 400 περίπου χειρογράφων περιλαμβάνονται και μερικά με πλούσια εικονογράφηση, μοναδικά στο είδος τους.
   Μέσα στις εγκαταστάσεις της μονής βρίσκονται 6 παρεκκλήσια και εκτός αυτής άλλα 6, μεταξύ των οποίων και ένα στη μνήμη του Αντωνίου Πετσέρσκι (Ρώσου μοναχού, ο οποίος έζησε στην περιοχή της μονής τον 11ο αιώνα). Σήμερα η Μονή επανδρώνεται από 100 περίπου μοναχούς.

ΙΕΡΕΣ  ΕΙΚΟΝΕΣ – ΚΑΛΥΒΕΣ  Κ.Λ.Π.  
ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ